Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.....

Βρέχει.......... κι είναι αρχές Σεπτέμβρη και τι μου ήρθε στο μυαλό...........Χωματόδρομος έξω απ το σπίτι στην Πανόρμου. Κι όταν έβρεχε η λασπουριά πήγαινε σύννεφο. Οι γαλότσες απαραίτητη συντροφιά στην χειμωνιάτικη καθημερινότητα μας. Γυαλιστερές μάυρες ούτε ξέρω από τι υλικό ήταν, με τρακτερωτές σόλες και μια υποτυπώδη επένδυση γούνας εσωτερικά για ζέστη. Μέχρι τη μέση της γάμπας έφταναν. Λογικό. Το ύψος του νερου και στις χειρότερες νεροποντές που θυμάμαι άντε να έφτασε τους 10 πόντους. Αν πια γινόταν κατακλυσμός, τότε ποιος σ άφηνε να κουνήσεις απ το σπίτι; Ούτε για πλάκα, ούτε καν στην αυλή. Μέχρι τη βεράντα να βλέπω το νερό να πέφτει ασταμάτητο να λασπώνει το χώμα και να ρέει ασυγκράτητο στα ρυάκια της αυλής μέχρι μια τρύπα στη βάση της μάντρας και να ξεχύνεται με ορμή στο χωματένιο πεζοδρόμιο…………..
Ψιλόβρεχε εκείνο το χάραμα. Μια μουντίλα, και μια σκοτεινιά απαισιόδοξη σου ΄δειχνε τη μέρα που ερχόταν. Ο χωματόδρόμος μπροστά στο σπίτι είχε αρχίσει να λασπώνει. Λακουβίτσες γυάλιζαν διάσπαρτες εδώ κι εκεί και οι στάλες της βροχής που έπεφταν μέσα τους δημιουργούσαν ένα μικρό σχεδόν αδιόρατο πίδακα καθώς τάραζαν την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Έβλεπα απ τη χαραμάδα των πατζουριών. Μια κάθετη χαραμάδα ίσα με ένα δυο πόντους φαρδιά, ανάμεσα στα δυό πατζουρόφυλα. Δεν μου ?κανε κέφι να ανοίξω να μπει φως. Όχι ακόμα. Έκλεινα πότε το ένα μάτι και πότε το άλλο παίζοντας με την αλλαγή της γωνίας της όρασης μου.
Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Απ την κατηφόρα της γωνίας άρχισε να τρέχει ένα ποταμάκι νερό ανάκατα με χώμα. Έσκαγε σε μια πέτρα στο διάβα του, χώριζε στα δύο και ξαναενωνόταν λίγο παρακάτω γι να συνεχίσει την καφετιά του ροή διαγώνια στο δρόμο προς την κατηρφόρα του απέναντι στενού. Ο ουρανός μολύβι και κάπου κάπου μια αστραπή και μετά από λίγο ένα αχνό μπουμπουνητό. Η καταιγίδα ήταν μακριά ακόμα. Έπαιξα λίγο ακόμα με τα μάτια μου. ?νοιξα το τζαμωτό κι έστειλα τα πατζούρια στα πλάγια. Τα δίπλωσα και τα μαντάλωσα. Έκλεισα το τζάμωτό ξανά. Η βροχή όλο και δυνάμωνε. ?ρχισαν να λερώνουν τα τζάμια. Η εικόνα του δρόμου άρχισε να παραμορφώνεται καθώς τον έβλεπες μέσα απ το πρίσμα που δημιουργούσαν οι χοντρές στάλες της βροχής
Το λεωφορείο που ανέβαινε αγκομαχώντας το δρόμο έκανε την τελευταία στάση απέναντι. Κάποιοι λιγοστοί επιβάτες κατέβηκαν και χάθηκαν στα γύρω στενά. Έκανε επιτόπου στροφή κι ήρθε κι άραξε μπροστά στην καγκελόπορτα. Η μπροστινή πόρτα άνοιξε. Ο οδηγός σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό έριξε στο κεφάλι πρόχειρα το σακκάκι του και κατέβηκε. Διάβηκε το χωματόδρομο βιαστικά αποφεύγοντας τις λακκούβες κι έφτασε στο απέναντι περίπτερο. Πήρε τσιγάρα. ?νοιγε ήδη το πακέτο καθώς ερχόταν. Μπήκε στο λεωφορείο. Στάθηκε στα σκαλιά κι άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Στη στάση δεν περίμενε ψυχή. Σε πέντε λεπτά θα έφευγε. Έμεινα εκεί όρθιος καπνίζοντας. Τον έβλεπα απ το παράθυρο που προσπαθούσε να χαλαρώσει πριν ξεκινήσει το δρομολόγιο. Σχεδόν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς του και την ανάσα του. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Κοίταξε γύρω γύρω αν υπάρχει επιβάτης. Κούνησε το κεφάλι, σήκωσε τους ώμους, έκατσε στη θέση του έβαλε μπρός έκλεισε την πόρτα και ξεκίνησε................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου