Ξημέρωσε
Κυριακή. Ντυμένος πλυμένος χτενισμένος και με το ποδηλατάκι με τις
βοηθητικές παρκαρισμένο ακριβώς στο κάτω μέρος της σκάλας, περίμενα με
αγωνία τον πατέρα μου να δώσει το σύνθημα πάμε. Θα βγαίναμε στην
Πανόρμου θα κατεβαίναμε παρέα μέχρι την Αλεξάνδρας κι ύστερα αριστερά
παραλία παραλία μέχρι το "Καφενείον Σεμίραμις" το Κυριακάτικο στέκι του,
όπου τον περίμεναν φίλοι για την πρέφα τους. Θα καθόταν μαζί τους με το
ένα μάτι στην τράπουλα και το άλλο σε μένα που θα έκανα τις βόλτες μου
στο μεγάλο πεζοδρόμιο. Κάπου κάπου έμπαινα μέσα για τον μεζέ απ το
ουζάκι που μ άρεσε, για μια βανίλια, το γνωστό υποβρύχιο, και ξανα
βόλτες πάνω κάτω και ξανά μέσα, μέχρι το μεσημεράκι που θα
ακολουθούσαμε την αντίστροφη διαδρομή μέχρι το σπίτι όπου όπως
προαναφέρθηκε περίμενε στρωμένο το Κυριακάτικο τραπέζι. Και να κάπως
έτσι ήταν, ή θυμάμαι πως ήταν το Σεμίραμις. Με τα γκαρσόνια του, τα
τραπεζάκια του, τις μυρωδιές και τα χρώματα του. Μπορεί και να το έχω
πλάσει με τη φαντασία μου με πρώτη ύλη αποσπάσματα απο μνήμες που μου
έρχονται στο μυαλό. Φλασιές που
λένε..………………………...............................................................................................................Η
άσπρη, ο Θεός να την κάνει άσπρη, ποδιά πρόβαλε τυλιγμένη γύρω απ την
προτεταμένη κοιλιά του μεσήλικα καφετζή . Τα χοντροκομμένα δάχτυλα πήραν
το ανοιχτήρι απ την τσέπη της ποδιάς εκει χαμηλά στο ύψος του
υπογάστριου και άνοιξαν με μια δεξιοτεχνική κίνηση το μπουκάλι της
πορτοκαλάδας. Ο χαρακτηριστικός ήχος του ανθρακικού ξεχύθηκε καθώς το
κιτρινωπό υγρό χυνόταν στο κοντόχοντρο ποτήρι με το εξόγκωμα γύρω γύρω
λίγο πάνω απ τη μέση.
Η κίνηση επαναλήφθηκε και για τη γκαζόζα.
Πάνω στο μάρμαρο του μεταλλικού τραπεζιού είχαν ήδη ακουμπήσει το ποτήρι
με το υποβρύχιο και το περγαμόντο στο μικρό μεταλλικό πιατάκι του
γλυκού του κουταλιού. Παραδίπλα το χοντρό φλυτζάνι με τον παπαγάλο
ζωγραφισμένο ή τυπωμένο πάνω του, άχνιζε και η μυρωδιά του βαρύ γλυκού
σου γέμιζε ηδονικά τα ρουθούνια.
Στο διπλανό τραπέζι τρεις ηλικιωμένοι έπαιζαν πρέφα. Δίπλα τους κάτι μικρά βοηθητικά τραπεζάκια με φορμάικα και αλουμινένια τελειώματα φιλοξενούσαν το κίτρινο σταχτοδοχείο και το μισοάδειο φλυτζάνι του καφέ.
Πάνω στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα ένα μπλοκάκι κιτρινισμένο με σκουριασμένο σπιράλ, κι ένα μισοφαγωμένο στο πίσω μέρος στυλό μπικ για να σημειώνουνε τους πόντους.
Ο πάγκος ψυγείο με το πάλαι ποτέ άσπρο μάρμαρο χιλιοβασανισμένο απ το καθάρισμα με το σύρμα και το πανίσχυρο ΒΙΜ και δίπλα χαμηλότερα ένα εμφανής νεροχύτης με μια περίεργη βρύση νερού, ισαμε ένα μέτρο ύψος . Τα άδεια καφάσια με τα μπουκάλια αναψυκτικών περίμεναν στοιβαγμένα σε μια γωνία να έρθει η νέα παρτίδα με τα γεμάτα. Παλίρροια, Παρθενών, Ηβη Αμαρουσίου. Μαρμάρινα ράφια στον τοίχο της κουζίνας κι επάνω τους παμπάλαια μικρά μουκαλάκια κονιάκ, πίπερμαν, ή κουμ κουάτ. Πιο ψηλά στο μπεζοεκρού απ τους καπνούς ταβάνι ένας πρασινοχακί ανεμιστήρας με κολλημένη απάνω του γλίτσα ετών, απεγνωσμένα προσπαθούσε να βγάλει απ το μαγαζί την κάπνα απ τα άφιλτρα τσιγάρα και τις μυρωδιές απ το ούζο και τα μεζεδάκια του.
Ο μικρός του μαγαζιού, πραγματικά μικρός, κουβαλούσε το δίσκο με τα μικρά πιατάκια γεμάτα με ψωμάκια με τυρί, λίγο σαγανάκι, λίγη κοπανιστή, καμιά ελιά καλαμών, ντοματούλα, ίσως και λίγο αγγουράκι και λίγη κάπαρη. Και τα ποτήρια σωλήνες και το μπουκάλι το ούζο με το μεταλλικό στόμιο σφηνωμένο στο άνοιγμα του. Γέμιζε τα ποτήρια δυο δάχτυλα. Κι ύστερα άφηνε το γυάλινο κανάτι με το παγωμένο νερό. Αν είχε έβαζε και μερικά παγάκια. Άσπριζε το ουζάκι μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και γινόταν γαλακτερό. Κι έβγαζε μια μυρωδιά, μα μια μυρωδιά πραγματικά μεθυστική.
Τσούγκριζαν τα ποτήρια, Αντε γειά μας. Μια γουλιά και μια μπουκιά μεζέ. Εκτός κι αν υπήρχε παιδί-δηλαδή εγω- στο μαγαζί που έτρωγα το μεζέ κι άφηνα στον πατέρα μου ξεροσφύρι το ουζάκι......... Κάπως έτσι πρέπει να ήταν. Αν μου διαφεύγουν λεπτομέρειες, ε πέρασαν και καμια πενηνταριά χρόνια..... λογικό το βλέπω......
Στο διπλανό τραπέζι τρεις ηλικιωμένοι έπαιζαν πρέφα. Δίπλα τους κάτι μικρά βοηθητικά τραπεζάκια με φορμάικα και αλουμινένια τελειώματα φιλοξενούσαν το κίτρινο σταχτοδοχείο και το μισοάδειο φλυτζάνι του καφέ.
Πάνω στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα ένα μπλοκάκι κιτρινισμένο με σκουριασμένο σπιράλ, κι ένα μισοφαγωμένο στο πίσω μέρος στυλό μπικ για να σημειώνουνε τους πόντους.
Ο πάγκος ψυγείο με το πάλαι ποτέ άσπρο μάρμαρο χιλιοβασανισμένο απ το καθάρισμα με το σύρμα και το πανίσχυρο ΒΙΜ και δίπλα χαμηλότερα ένα εμφανής νεροχύτης με μια περίεργη βρύση νερού, ισαμε ένα μέτρο ύψος . Τα άδεια καφάσια με τα μπουκάλια αναψυκτικών περίμεναν στοιβαγμένα σε μια γωνία να έρθει η νέα παρτίδα με τα γεμάτα. Παλίρροια, Παρθενών, Ηβη Αμαρουσίου. Μαρμάρινα ράφια στον τοίχο της κουζίνας κι επάνω τους παμπάλαια μικρά μουκαλάκια κονιάκ, πίπερμαν, ή κουμ κουάτ. Πιο ψηλά στο μπεζοεκρού απ τους καπνούς ταβάνι ένας πρασινοχακί ανεμιστήρας με κολλημένη απάνω του γλίτσα ετών, απεγνωσμένα προσπαθούσε να βγάλει απ το μαγαζί την κάπνα απ τα άφιλτρα τσιγάρα και τις μυρωδιές απ το ούζο και τα μεζεδάκια του.
Ο μικρός του μαγαζιού, πραγματικά μικρός, κουβαλούσε το δίσκο με τα μικρά πιατάκια γεμάτα με ψωμάκια με τυρί, λίγο σαγανάκι, λίγη κοπανιστή, καμιά ελιά καλαμών, ντοματούλα, ίσως και λίγο αγγουράκι και λίγη κάπαρη. Και τα ποτήρια σωλήνες και το μπουκάλι το ούζο με το μεταλλικό στόμιο σφηνωμένο στο άνοιγμα του. Γέμιζε τα ποτήρια δυο δάχτυλα. Κι ύστερα άφηνε το γυάλινο κανάτι με το παγωμένο νερό. Αν είχε έβαζε και μερικά παγάκια. Άσπριζε το ουζάκι μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και γινόταν γαλακτερό. Κι έβγαζε μια μυρωδιά, μα μια μυρωδιά πραγματικά μεθυστική.
Τσούγκριζαν τα ποτήρια, Αντε γειά μας. Μια γουλιά και μια μπουκιά μεζέ. Εκτός κι αν υπήρχε παιδί-δηλαδή εγω- στο μαγαζί που έτρωγα το μεζέ κι άφηνα στον πατέρα μου ξεροσφύρι το ουζάκι......... Κάπως έτσι πρέπει να ήταν. Αν μου διαφεύγουν λεπτομέρειες, ε πέρασαν και καμια πενηνταριά χρόνια..... λογικό το βλέπω......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου