Έτριξε η πόρτα στην κουζίνα πίσω μου. Ο χαρακτηριστικός ήχος απ το
νερό της βρύσης που έπεφτε μέσα στο μπρούτζινο μπρίκι με έκανε να
χαμογελάσω. Ύστερα άναψε η πετρογκάζ. Κι ύστερα από λίγο ο ήχος απ το
κουταλάκι να χτυπάει στα τοιχώματα καθώς ανακάτευε καφέ και ζάχαρη. Το
τράβηγμα της καρέκλας πάνω στο παρκέ, το ακούμπημα του φλυτζανιού στη
φορμάικα του τραπεζιού ό ήχος απ το σπίρτο που άναβε το άφιλτρο «Άρωμα»
η ρουφηξιά του καπνού και του φρεσκοψημένου τούρκικου, δήλωνε με τον πιο εμφατικό τρόπο μια φράση που δεν χρειαζόταν καν να πεις. «Πάω για δουλειά».
Σιγά σιγά ξημέρωνε. Οι ήχοι δυνάμωναν. Δεν τους άκουγες καθαρά αλλά του
ένιωθες σα βόμβο σα βουητό, σαν κουβέντα ηλικιωμένων σε συνοικιακό
καφενείο . Κάποιες άλλες φωνές, ακαθόριστες αλλά δυνατές και με ρυθμό
σου δήλωναν τον ερχομό του παγοπώλη, του γαλατά, του παλιατζή, του
μανάβη, του παπλωματά, του γανωτζή.
Η μαύρη μοτοσυκλέτα του Θόδωρου, με το καλάθι δίπλα της φορτωμένο κολώνες πάγο, ανέβαινε γλιστρώντας στις λάσπες, πάνω στα λιγνά της λάστιχα. Κι ο αναβάτης της ξερακιανός και λιπόσαρκος με το χακί καπελάκι στο κεφάλι κι ένα τσουλούφι να προβάλει στο μέτωπο του, άνοιγε το πλαισιωμένο απ το «εισπρακτορικό» μουστάκι στόμα του κι έβγαινε η φωνή. Διαπεραστική δυνατή βουερή, σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι. ΠΑΓΟΣ.
Οι πόρτες άνοιγαν μια μια. Ο Θόδωρος με το πριόνι τεμάχιζε τις κολώνες. Με το γάντζο τις κάρφωνε και τις κουβάλαγε σε αυλές και κεφαλόσκαλα. Τις απίθωνε πάνω στο τσουβάλι. Για να πάνε στο ξύλινο ψυγείο, με το λαμαρινένιο αγαλβάνιστο εσωτερικό, με τη βρύση την ψιλοσκουριασμένη ψηλά και το λευκό τουλπανάκι σα φίλτρο στο στόμιο της.
Έφευγε ο Θόδωρος για τις απάνω ρούγες κι ύστερα για το μαγαζί του με τον πάγο και τα κάρβουνα για το φόρτωμα και το δεύτερο δρομολόγιο................
Η μαύρη μοτοσυκλέτα του Θόδωρου, με το καλάθι δίπλα της φορτωμένο κολώνες πάγο, ανέβαινε γλιστρώντας στις λάσπες, πάνω στα λιγνά της λάστιχα. Κι ο αναβάτης της ξερακιανός και λιπόσαρκος με το χακί καπελάκι στο κεφάλι κι ένα τσουλούφι να προβάλει στο μέτωπο του, άνοιγε το πλαισιωμένο απ το «εισπρακτορικό» μουστάκι στόμα του κι έβγαινε η φωνή. Διαπεραστική δυνατή βουερή, σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι. ΠΑΓΟΣ.
Οι πόρτες άνοιγαν μια μια. Ο Θόδωρος με το πριόνι τεμάχιζε τις κολώνες. Με το γάντζο τις κάρφωνε και τις κουβάλαγε σε αυλές και κεφαλόσκαλα. Τις απίθωνε πάνω στο τσουβάλι. Για να πάνε στο ξύλινο ψυγείο, με το λαμαρινένιο αγαλβάνιστο εσωτερικό, με τη βρύση την ψιλοσκουριασμένη ψηλά και το λευκό τουλπανάκι σα φίλτρο στο στόμιο της.
Έφευγε ο Θόδωρος για τις απάνω ρούγες κι ύστερα για το μαγαζί του με τον πάγο και τα κάρβουνα για το φόρτωμα και το δεύτερο δρομολόγιο................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου